Γιατί η ελληνική συμφωνία θα λειτουργήσει
ΛΟΝΔΙΝΟ - Τώρα που οι ελληνικές τράπεζες έχουν ξανανοίξει και η κυβέρνηση έχει κάνει προγραμματισμένες πληρωμές προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι η παραλίγο θανατική ελληνική εμπειρία αυτή που σηματοδοτεί το τέλος της κρίσης του ευρώ;
Η συμβατική απάντηση είναι ένα ξεκάθαρο όχι. Σύμφωνα με τους περισσότερους οικονομολόγους και πολιτικούς σχολιαστές, η τελευταία ελληνική διάσωση ήταν λίγο περισσότερο από ό,τι ένα αναλγητικό. Βραχυπρόθεσμα ο "πόνος" θα μειωθεί, αλλά τα βαθιά ριζωμένα προβλήματα του ευρώ θα κάνουν μετάσταση, με μια πιο απαισιόδοξη πρόγνωση για το ενιαίο νόμισμα και ίσως ακόμη και για το σύνολο της Ε.E.
H συμβατική σοφία πάντως είναι πιθανό να αποδειχθεί λάθος. Η συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές αρχές ίσως να είναι ένα πραγματικά καλό αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές. Αντί να σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας φάσης της κρίσης του ευρώ, η συμφωνία μπορεί να μείνει στην ιστορία ως το αποκορύφωμα μιας μακράς σειράς πολιτικών συμβιβασμών, που διορθώνοντας μερικές από τις χειρότερες αδυναμίες του σχεδιασμού του ευρώ, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Εκφράζοντας μια συγκρατημένη αισιοδοξία για την ελληνική συμφωνία, το αποτέλεσμά της δεν είναι απόρροια της ανοχής στην προκλητική αλαζονεία του πρώην Έλληνα υπουργού Οικονομικών Γιάννη Βαρουφάκη ή την άσκοπη εκδικητικότητα του Γερμανου υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ούτε να αρνηθεί τις όποιες οικονομικές επικρίσεις των διατάξεων διάσωσης όπως εκφράζονται είτε από προοδευτικούς οικονομολόγους
όπως ο Joseph Stiglitz είτε συντηρητικούς όπως ο Hans-Werner Sinn.
Οι διαφωνίες για την "πονηρή" έως παράτυπη ένταξη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό ενιαίο νόμισμα ισχύαν ήδη από τη δεκαετία του 1990 - και θεωρητικά, εξακολουθούν να υπάρχουν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι επιθυμητή η διάλυση του ευρώ, ή έστω ανεκτή. Η ένταξη στη νομισματική ένωση του ευρώ ήταν σίγουρα αρνητική για την Ελλάδα, αλλά μπορεί να "υπάρχει κάτι καλό όταν συμβαίνει μια καταστροφή για το έθνος", όπως παρατήρησε ο Άνταμ Σμιθ πριν από 250 χρόνια λέγοντας "there is always a great deal of ruin in nation" όταν με την απώλεια των αμερικανικών αποικιών φάνηκε να απειλείται με οικονομική καταστροφή η Μ. Βρετανία.
Η μεγάλη δύναμη του καπιταλισμού είναι ότι μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιεσδήποτε αρνητικές συνθήκες συναντήσει και στο τέλος να καταφέρει να βρει τρόπους και να τις αξιοποιήσει υπέρ του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ήταν ακατάλληλα προετοιμασμένες για την υιοθέτηση ενός ενιαίου νομίσματος και μιας ενιαίας οικονομικής δομής, όπως αποδείχτηκε από τον εμφύλιο πόλεμο, ως απόρροια της ύπαρξης του ενιαίου νομίσματος συγχρόνως με την ηθική απέχθεια για τη δουλεία. Η Ιταλία ως άλλο παράδειγμα θα μπορούσε πιθανότατα να είναι σε καλύτερη θέση σήμερα, αν ο Γκαριμπάλντι δεν είχε πτεύχει την ενοποίησή της.
Αλλά μόλις λάβει χώρα η όποια ενοποίηση, ο πόνος της διάλυσης του μέχρι πρότινος υφιστάμενου πολιτικού και οικονομικού διακανονισμού υπερισχύει συνήθως των προφανών οφελειών της. Αυτό φαίνεται να
συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, όπως εκφράζεται παντού με καθαρές πλειοψηφίες μεταξύ των ψηφοφόρων, συμπεριλαμβανομένων της Γερμανίας και της Ελλάδας. Έτσι, το ερώτημα δεν διατυπώθηκε ποτέ ως αν το ενιαίο νόμισμα θα μπορούσε να σπάσει την ένωση αλλά ποιές πολιτικές ανατροπές, ποιές οικονομικές θυσίες και τί νομικά τεχνάσματα θα έπρεπε να λάβουν χώρα για να παραμείνει ως έχει. Τα καλά νέα είναι ότι η Ευρώπη έχει τώρα κάποιες πειστικές απαντήσεις.
Πράγματι, η Ευρώπη έχει ξεπεράσει ό,τι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το «προπατορικό αμάρτημα» του έργου του ενιαίου νομίσματος: η βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ απαγόρευση της «νομισματικής χρηματοδότησης» των δημοσιονομικών ελλειμμάτων από την ΕΚΤ και η παράλληλη απαγόρευση αμοιβαίας υποστήριξης μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων που θα επιβάρυναν περαιτέρω το χρέος. Τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος της ΕΚΤ Mario Draghi απέφυγε αποτελεσματικά τα όποια εμπόδια, με τη δρομολόγηση ενός προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης τόσο μεγάλου, που θα μπορεί να χρηματοδοτεί το σύνολο των ελλειμμάτων όλων των κυβερνήσεων της ευρωζώνης (όπου τώρα συμπεριλαμβάνεται και η Ελλάδα) παράλληλα με τo κούρεμα σημαντικού μέρους των ομολόγων τους.
Επιπλέον, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν καθυστερημένα κατανοήσει την πιο βασική αρχή των δημόσιων οικονομικών. Τα κυβερνητικά χρέη δεν πρέπει ποτέ να αναχρηματοδοτούνται όταν μια αξιόπιστη κεντρική τράπεζα θα μπορεί να επεκτείνει με αμοιβαίους διακανονισμούς ή με καινούργιο τυπωμένο χρήμα, το χρονικό όριο αποπληρωμής τους.
Αλλά για να καταστεί αυτό δυνατό, οι πληρωμές τόκων πρέπει πάντα να γίνονται στην ώρα τους, και η ιερότητα των συμβολαίων χρέους πρέπει πάντοτε να υπερισχύουν προεκλογικών υποσχέσεων περί συντάξεων, μισθών και δημοσίων δαπανών. Τώρα που η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα έχει αναγκαστεί να αναγνωρίσει την ανεπιφύλακτη προτεραιότητα της εξυπηρέτησης του χρέους και μπορεί πλέον να επωφεληθεί από την απεριόριστη νομισματική στήριξη της ΕΚΤ, η Ελλάδα δεν θα έχει πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους της, το οποίο εν κατακλείδι δεν είναι βαρύτερο από αυτά της Ιαπωνίας ή της Ιταλίας.
Τέλος, υπάρχουν και η Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία καθώς και αρκετές χώρες της Βόρειας Ευρώπης που απαιτούσαν για λόγους εσωτερικής πολιτικής κατανάλωσης μια ταπείνωση του ριζοσπαστισμού των Ελλήνων πολιτικών και των ψηφοφόρων τους που θέλησαν να αψηφήσουν ανοιχτά τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Έχοντας πετύχει τον στόχο τους, οι ηγέτες της ΕΕ δεν έχουν πλέον κανένα λόγο να συνεχίσουν να επιβάλουν λιτότητα στην Ελλάδα ή να επιβάλουν αυστηρά τους όρους της τελευταίας διάσωσης. Αντ 'αυτού, έχουν κάθε κίνητρο να αποδείξουν την επιτυχία των πολιτικών «σκληρής αγάπης» τους χαλαρώνοντας τις επιλογές λιτότητας και προκαλώντας ταυτόχρονα επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Αυτό είναι και το σημείο κλειδί όπου η κυβέρνηση Τσίπρα και πολλοί άλλοι, παρεξήγησαν κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης: το ρόλο της εποικοδομητικής υποκρισίας στην πολιτική οικονομία της Ευρώπης. Τα κενά που προκύπτουν λόγω της ανακολουθιάς δημόσιων και ιδιωτικών δηλώσεων προθέσεων υπάρχουν σε όλα τα πολιτικά συστήματα. Σε ένα τεράστιο συγκρότημα πολυεθνική δομής όμως όπως αυτό της ΕΕ, υπερμεγενθύνονται. Στα χαρτιά, η ελληνική διάσωση θα επιβάλει δημοσιονομική λιτότητα, επιδεινώνοντας έτσι την οικονομική ύφεση της χώρας. Στην πράξη, όμως, οι στόχοι του προϋπολογισμού σίγουρα θα επιτρέπεται διακριτικά να "γλιστρήσουν", υπό την προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα πραγματοποιήσει τις υποσχέσεις της σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις, την αγορά εργασίας και τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι πολύ πιο σημαντικό από ό, τι οι δημοσιονομικοί στόχοι, τόσο σε συμβολικό επίπεδο για την υπόλοιπη Ευρώπη όσο και για την ίδια την ελληνική οικονομία. Επιπλέον, η επέκταση της νομισματικής στήριξης της ΕΚΤ προς την Ελλάδα θα μετατρέψει τις δυσοίνωες σημερινές οικονομικές συνθήκες: τα επιτόκια θα σημειώσουν κατακόρυφη πτώση, οι τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιηθούν και για πρώτη φορά από το 2010 θα υπάρξουν ουσιαστικά νέα δάνεια προς ιδιώτες κι επιχειρήσεις. Αν οι δημοσιονομικοί στόχοι αποτελέσουν πρωταρχικό στόχο των πιστωτών με αυστηρή τήρηση των όρων τους, κάτι που φαντάζει απίθανο, η βελτίωση των συνθηκών για ιδιώτες δανειολήπτες που αναφέρθηκε παραπάνω θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αντιστάθμισμα της οποιαδήποτε μικρή σύσφιξη της δημοσιονομικής πολιτικής.
Με λίγα λόγια, οι βασικές προϋποθέσεις φαίνεται τώρα να είναι σε θέση για μια βιώσιμη ανάκαμψη στην Ελλάδα. Η συμβατική σοφία οικονομολόγων και επενδυτών έχει μακρά ιστορία στην αποτυχία ορθής επισήμανσης βασικών σημείων καμπής μιας οικονομίας. Έτσι, η σχεδόν οικουμενική σήμερα πεποίθηση ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μόνιμη ύφεση δεν είναι λόγος για να απογοητευόμαστε. Πηγή: http://www.project-syndicate.org/